- οὐθατόεις
- οὐθατ-όεις, εσσα, εν, = foreg., Nic.Al.90, Orph.L.193: metaph.,A fruitful, Opp.C. 2.148.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουθατόεις — οὐθατόεις, εσσα, εν (Α) 1. ουθάτιος* 2. μτφ. γόνιμος, παραγωγικός, καρποφόρος («χθόνα πάντων τροφὸν οὐθατόεσσαν», Ορφ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖθαρ, ατος «μαστός» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
οὐθατόεντα — οὐθατόεις fruitful neut nom/voc/acc pl οὐθατόεις fruitful masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐθατοέσσης — οὐθατόεις fruitful fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐθατόεσσα — οὐθατόεις fruitful fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐθατόεσσαν — οὐθατόεις fruitful fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐθατοέσσας — οὐθατοέσσᾱς , οὐθατόεις fruitful fem acc pl οὐθατοέσσᾱς , οὐθατόεις fruitful fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)